μουλινέ

μουλινέ
το άκλ. мулине (сорт -ниток)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μουλινέ" в других словарях:

  • μουλινέ — το άκλ. και μουλινές, ο είδος κλωστής, κυρίως για κέντημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. moulinet «μικρός μύλος» < γαλλ. moulin «μύλος, χειρόμυλος» < λατ. mola «μύλος». Κατ άλλους < γαλλ. (soie) moulinee < «μετάξι στριφτό» < ρ. mouliner… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»